- παραπετάω
- παραπετάω (σπάν. παραπετώ), παραπέταξα, παραπετα(γ)μένος βλ. πίν. 64
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραπετάω — παραπετώ ( άω), παραπέταξα, παραπετάχτηκα, παραπεταγμένος και μένος 1. μτβ., πετώ κάτι παράμερα, ρίχνω στην άκρη: Μην παραπετάς έτσι τα ατομικά σου είδη. 2. μτφ., αφήνω, εγκαταλείπω, αδιαφορώ: Παραπέταξε τους γονείς του τώρα που τον χρειάζονται.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)